ῥυποκιβδοτόκων

ῥυποκιβδοτόκων
ῥῠπο-κιβδοτόκων, ωνος, ,
A miser, 'dirty usurer', Cerc.4.10.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ρυποκιβδοτόκων — ωνος, ὁ, Α (για πρόσ.) φιλάργυρος ή αισχροκερδής ή τοκογλύφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύπος + κίβδος «σκουριά» + τόκος + επίθημα ων] …   Dictionary of Greek

  • ῥυποκιβδοτόκωνα — ῥυποκιβδοτόκων miser masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”